-
1 φαρμάκι
τό1) яд; отрава; зелье (уст.); 2) пронизывающий, жгучий холод; 3) перен. горечь, огорчение;- ήπια πολλά φαρμάκια στη ζωή μου — я хлебнул (много) горя за свою жизнь;
με πότισες φαρμάκι — ты меня очень огорчил
См. также в других словарях:
φαρμάκι — το / φαρμάκιν, ΝΜ και φαρμάκιον Α [φάρμακο(ν)] δηλητήριο νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) καθετί το οποίο είναι πολύ πικρό («τί πικρός καφές, σκέτο φαρμάκι») 2. μτφ. α) εξαιρετικά δυσάρεστο ή δηκτικό πράγμα (α. «τα λόγια του είναι φαρμάκι» β. «το στόμα… … Dictionary of Greek
χαϊβάνι — το, Ν 1. κατοικίδιο ζώο, ιδίως το βόδι και η αγελάδα («τά πότισες τα χαϊβάνια;») 2. μτφ. α) βλάκας, κουτός β) μωρό, νεογνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hayvan «ζώο»] … Dictionary of Greek